Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κηρόπανο — και κεροπάνι, το αδιάβροχο ύφασμα αλειμμένο με ύλη που περιέχει κερί, κηρωτό ύφασμα … Dictionary of Greek
κεροπάνι — και κερόπανο, το βλ. κηρόπανο … Dictionary of Greek